άμβολο

άμβολο
το (γαλλ. jumelle, κν. λαπάτσα) [άμβολα]
ξύλινη συνήθως προσθήκη, κατάλληλα κατασκευασμένη, η οποία χρησιμοποιείται για την ενίσχυση ιστού, κεραίας ή οποιουδήποτε άλλου αντικειμένου που έχει ανάγκη ενίσχυσης. Ύστερα από αυτή την προσθήκη, τοποθετείται πάντοτε σιδερένια στεφάνη ή ισχυρό σύρμα για την καλύτερη σύνδεση τών δύο σωμάτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αμβολίζω — Ναυτ. [άμβολο] ενισχύω τον ιστό ή την κεραία πλοίου, κυρίως ιστιοφόρου, με άμβολο …   Dictionary of Greek

  • μασχαλιστήρας — ο (Α μασχαλιστήρ, ῆρος) νεοελλ. ναυτ. 1. το άμβολο, η λαπάτσα 2. σύσπαστο τού οποίου ο τρόχιλος ενώνεται με διπλή αρπάγη για σταθεροποίηση τής άγκυρας στα πλευρά τού πλοίου, κν. πεσκαδούρος αρχ. 1. πλατύς ιμάντας που περιζώνει το άλογο πίσω από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”