- άμβολο
- το (γαλλ. jumelle, κν. λαπάτσα) [άμβολα]ξύλινη συνήθως προσθήκη, κατάλληλα κατασκευασμένη, η οποία χρησιμοποιείται για την ενίσχυση ιστού, κεραίας ή οποιουδήποτε άλλου αντικειμένου που έχει ανάγκη ενίσχυσης. Ύστερα από αυτή την προσθήκη, τοποθετείται πάντοτε σιδερένια στεφάνη ή ισχυρό σύρμα για την καλύτερη σύνδεση τών δύο σωμάτων.
Dictionary of Greek. 2013.